- ταυρόσκυλος
- ο, Νείδος μολοσσού που μοιάζει με μικρό ταύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + σκύλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Στ. Ξένο και είναι απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. bull-dog].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek